- επιφθύζω
- ἐπιφθύζω (Α)φτύνω για να αποφύγω μαγική επίδραση («καὶ λέγ’ ἐπιφθύζοισα "τὰ Δέλφιδος ὀστία μάσσω"», Θεόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *φθύζω, παράλλ. τ. τού πτύω βλ. λ., που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο ρήμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιφθύζειν — ἐπιφθύζω spit at pres inf act (attic epic) ἐπιφθύζω spit at pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφθύζοισα — ἐπιφθύζω spit at pres part act fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐπιφθύζω spit at pres part act fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφθύζουσα — ἐπιφθύζω spit at pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἐπιφθύζω spit at pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθύζω — Α (δωρ. τ.) τ. που απαντά μόνον ως β συνθετικό σε διάφορα ρήματα, όπως λ.χ. στη λ. ἐπιφθύζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φτύνω] … Dictionary of Greek